πετρίδιον

πετρίδιον
τὸ, Α [πέτρα]
μικρή πέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετριδίοις — πετρίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίου — πετρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίων — πετρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίῳ — πετρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίδια — πετρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”